Ο ήχος είναι ένα από τα… προαιώνια ζητήματα, όχι μόνο στους υπολογιστές, αλλά γενικότερα, από την απαρχή των ηχητικών συστημάτων (βλέπε γραμμόφωνα). Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχει πάρει άλλες διαστάσεις, τόσο που κάνει τις παλιές αντιπαραθέσεις μεταξύ λαμπάτων ενισχυτών και τρανζιστοράτων να φαίνονται σαν φιλικές φιλοφρονήσεις. Πλέον έχουμε πολυμέτωπες συγκρούσεις που έχουν να κάνουν με αλγορίθμους και πρότυπα συμπίεσης, συγκρίσεις αναλογικού και ψηφιακού ήχου, κόντρες για κυκλώματα και τσιπάκια, συγκρίσεις τελεστικών ενισχυτών και ψηφιοαναλογικών μετατροπέων και πολλά άλλα.
Σε τελική ανάλυση, όμως, υπάρχουν και κάποια αντικειμενικά προβλήματα, τα οποία δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Ένα από αυτά είναι το γεγονός πως, εδώ και αρκετά χρόνια, τόσο οι υπολογιστές όσο και τα smartphones έρχονται εξοπλισμένα με συστήματα ήχου χαμηλού κόστους. Για τους περισσότερους εξ ημών, αυτό δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα, μιας και δεν ασχολούμαστε τόσο φανατικά με την ποιότητα του ήχου, ούτε και έχουμε εξοπλισμό κατάλληλο για να ακούσουμε διαφορές. Υπάρχουν κάποιοι, όμως, που ασχολούνται και επενδύουν σε τέτοιον εξοπλισμό. Και κάπου εδώ έρχεται και αναδύεται η ανεπάρκεια των κυκλωμάτων αναπαραγωγής ήχου των σύγχρονων συσκευών.
Για να κατανοήσεις καλύτερα το πρόβλημα, πολύ περιληπτικώς, θα αναλύσουμε το πως παράγεται ο ήχος σε έναν υπολογιστή (και τα smartphones εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία): ο ήχος υπάρχει σε ψηφιακή και συνήθως συμπιεσμένη μορφή στη συσκευή, είτε σε αποθηκευμένα αρχεία είτε σε δεδομένα που λαμβάνονται μέσω Internet από υπηρεσίες όπως το YouTube ή το Spotify. Ο επεξεργαστής τα αποσυμπιέζει και έπειτα τα στέλνει, σε ψηφιακή πάντα μορφή, σε ένα κύκλωμα που ονομάζεται DAC (Digital to Analog Converter ή ελληνιστί ψηφιοαναλογικός μετατροπέας). Αυτό το κύκλωμα είναι υπεύθυνο για τη μετατροπή των ψηφιακών δεδομένων (0 και 1) σε κανονικό, αναλογικό, σήμα ήχου. Αυτό το σήμα περνάει από κάποιον μικρό ενισχυτή και οδηγείται είτε στα μικροσκοπικά ηχεία του κινητού, είτε στο βύσμα εξόδου ήχου (του κινητού ή του υπολογιστή).
Ακριβώς εκεί, στο τελευταίο τμήμα που περιλαμβάνει το DAC και τον τελικό ενισχυτή, έγκειται το πρόβλημα: τόσο το DAC όσο και ο ενισχυτής σχεδόν πάντα δεν είναι αξιώσεων αλλά κάτι μικρό και φτηνό που δεν θα επιβαρύνει το τελικό κόστος της συσκευής. Βλέπεις, οι κατασκευαστές θεωρούν πως, αν θέλεις να ακούσεις ποιοτική μουσική, είτε δεν θα το κάνεις μέσω υπολογιστή ή smartphone, είτε θα χρησιμοποιήσεις κάποια ηχεία Bluetooth, τα οποία λαμβάνουν ψηφιακό ήχο και ενσωματώνουν δικό τους DAC και ενισχυτή. Κι αν, όμως, εσύ θέλεις;
Εδώ έρχεται το Ztella, το οποίο είναι ένα μικρό dongle που συνδέεται στη θύρα USB-C του κινητού σου ή του υπολογιστή σου. Το μικρό αυτό dongle περιλαμβάνει τρία πράγματα: ένα DAC αξιώσεων, ένα σοβαρό κύκλωμα ενίσχυσης καθώς και έναν αποκωδικοποιητή MQA, για να διασφαλίζει την όσο το δυνατόν καλύτερη αναπαραγωγή του ήχου. Εν συντομία, το MQA decoder είναι ένας έξτρα αποκωδικοποιητής, ο οποίος μπορεί (αν υπάρχει) να λάβει επιπλέον δεδομένα, τα οποία αποθηκεύονται σε συγκεκριμένα formats ήχου, κατά την παραγωγή στο studio. Είναι το ηχητικό ανάλογο των δεδομένων RAW για ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, αν μπορούμε να κάνουμε μια τέτοια αντιστοίχιση. Εν ολίγοις, φροντίζει για την ακόμη πιο ακριβή αναπαραγωγή του ήχου.
Το αν αξίζει να επενδύσεις στο Ztella DAC, αυτό εξαρτάται από εσένα. Σίγουρα, όσοι έχουν επενδύσει σε ακριβά headphones για να απολαμβάνουν τέλειο ήχο, μπορούν να διαθέσουν τα περίπου 100 ευρώ που κοστίζει το Ztella DAC για να αναβαθμίσουν την ποιότητα του ήχου. Για τους υπόλοιπους που έχουμε ακουστικά του 30-ευρου (ή και φθηνότερα), πραγματικά δεν υπάρχει λόγος.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.